ἐπίσημος

ἐπίσημος
ἐπίσημος, ον (σῆμα, ‘sign’; Trag., Hdt.+).
of exceptional quality, splendid, prominent, outstanding (Hdt., Trag. et al.; pap, LXX, EpArist, Philo; Joseph.) κριὸς ἐ. ἐκ ποιμνίου a splendid ram fr. the flock MPol 14:1. Of pers. (Diod S 5, 83, 1; Jos., Bell. 6, 201; 3 Macc 6:1; Just., A II, 12, 5) ἐ. ἐν τοῖς ἀποστόλοις outstanding among the apostles Ro 16:7. διδάσκαλος MPol 19:1.
Also in a bad sense: notorious (Trag. et al.; Plut., Fab. Max. 182 [14, 2]; Jos., Ant. 5, 234) δέσμιος Mt 27:16.—DELG s.v. σῆμα. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίσημος — serving to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσημος — η, ο (AM επίσημος, ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος) 1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.) 2. σπουδαίος, σημαντικός 3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επίσημος — η, ο επίρρ. α 1. (για νομίσματα), που έχει στην επιφάνειά του σήμα, σημασμένος (αντίθ. άσημος):Επίσημος χρυσός (ο κομμένος σε νομίσματα). 2. που προέρχεται από κάποια δημόσια αρχή, κρατικός (αντίθ. ανεπίσημος):Επίσημο έγγραφο. 3. που έχει κύρος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισημότερον — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial comp ἐπίσημος serving to distinguish masc acc comp sg ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπίσημος — ἐπίσημος , ἐπίσημος serving to distinguish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτάτω — ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut nom/voc/acc superl dual ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτάτων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen superl pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτέραις — ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl ἐπισημοτέρᾱͅς , ἐπίσημος serving to distinguish fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημοτέρων — ἐπίσημος serving to distinguish fem gen comp pl ἐπίσημος serving to distinguish masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημότατα — ἐπίσημος serving to distinguish adverbial superl ἐπίσημος serving to distinguish neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”